ἀπό

ἀπό
ἀπό: from (a b).—I. adv. (here belong all examples of the so-called use ‘in tmesi’), off, away; ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι, Il. 1.67; ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε, Il. 2.183, etc.; a subst. in the gen. (of separation) is often added to render more specific the relation of the adv., ἀπ' χῶ χειρὸς ὀμόργνῦ, Il. 5.416; πολλόν γὰρ ἀπὸ πλυνοί εἰσι πόληος, Od. 6.40; thus preparing the way for the strict prepositional usage.—II. prep., w. gen., from, away from, denoting origin, starting-point, separation (distance); οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι παλαιφάτου, οὐδ' άπὸ πέτρης, ‘sprung from’ tree or rock, Od. 19.163 ; ἀφ' ἵππων ἆλτο χαμᾶζε, ‘from his car,’ Il. 16.733; so freq. ἀφ' ἵππων, ἀπὸ νεῶν μάχεσθαι, where we say ‘on’; οὐκ ἀπὸ σκοποῦ οὐδ' ἀπὸ δόξης | μῦθεῖται βασίλεια, ‘wide of,’ i. e. she hits the mark and meets our views, Od. 11.344 ; μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο, ‘away from’ his wife, Il. 2.292; so ἀπ' οὔατος, ἀπ ὀφθαλμῶν; adverbial phrase, ἀπὸ σπουδης, ‘in earnest,’ Il. 12.237. The ‘temporal’ meaning commonly ascribed to ἀπὸ in Il. 8.54 is only implied, not expressed by the preposition.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπό — ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”